- ἐκτόπως
- ἔκτοποςaway from a placeadverbialἔκτοποςaway from a placemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκτοπος — ἔκτοπος, ον (AM) I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο 2. ξένος, αλλοδαπός 3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος 4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου 5. «ἔκτοπον ἔξοδον» (Ησύχ.) II. επίρρ. ἐκτόπως… … Dictionary of Greek